-
1 мощность
1. (физическая величина) η ισχύς, η δύναμηбуксировочная мор. - της ρυμούλκησης" короткого замыкания - του βραχυκυκλώματος- на испытании мор. - στις δοκιμές, δοκιμαστική -поглощаемая (изм.) - απορροφημένη -полезная - ωφέλιμη -, πραγματική -потребляемая - καταναλισκομένη -, καταναλωμένη -тормозная - του φρένου/της πέδηςэффективная - ωφέλιμος -, πραγματική -2. (производственная) οι δυνατότητες της εγκατάστασηςη παραγωγική ικανότηταпроизводственная - της παραγωγής, η εγκατάσταση της παραγωγής3. (горных пород) το πάχος 4. -И (ΜΗ.) (объекты) οι εγκαταστάσεις (πλ.)производственные - παραγωγικές -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мощность
-
2 сопротивление
1. (свойство) η αντίσταση, η αντίδραση, η αντοχήповерхностное - της επιφάνειας, επιφανειακή -разрядное - προληπτική - των εκκενώσεων/εκφορτώσεων- сдвигу η αντοχή σε διάτρηση, η διατμική αντοχήтепловое - см. термическое -2. (резистор) о αντισ-τάτης 3. (аргд.) η οπισθέλκουσα του κύματοςбалансировочное (аргд.) η οπισθέλκουσαεξισορρόπησηвихревое - (аргд.) - τωνδινώνлобовое - (аргд.) η μετωπική οπισθέλκουσαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сопротивление
-
3 индикатор
ο ενδείκτης, ο δείκτης- газа предохранительный горн. о ανιχνευτής αερίων- курса маяка бортовой (система слепой посадки) - πορείας φάρου (σύστημα τυφλής προσγείωσης)маршрутный ж.-д. - πορείαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > индикатор